- βεβαίου
- βέβαιοςfirmmasc/neut gen sgβέβαιοςfirmmasc/fem/neut gen sgβεβαιόωconfirmpres imperat act 2nd sgβεβαιόωconfirmimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βεβαιοῦ — βεβαιόω confirm pres imperat mp 2nd sg βεβαιόω confirm imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητα — η (AM βεβαιότης) [βέβαιος] 1. η ιδιότητα του βέβαιου, σταθερότητα, σιγουριά 2. πεποίθηση, πίστη για κάτι 3. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek